ξεροβήχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεροβήχω < μεσαιωνική ελληνική ξηρόβηξ ( < αρχαία ελληνική ξηρός + βήξ
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεροβήχω
- έχω ξερόβηχα
- Είναι δυο βδομάδες που ξεροβήχω και ίσως χρειαστεί να κάνω μαγνητική
- (μεταφορικά) θέλω να ανακαλέσω διακριτικά κάποιον στην τάξη ή να τον κάνω να προσέξει
- Ο διπλανός της ξερόβηξε αλλά αυτή απτόητη συνέχισε να μασάει σαν αγελάδα
- Ξερόβηξα μα την ειδοποιήσω ότι έμπαινε ο διευθυντής, αλλά αυτή συνέχιζε να βάφει τα νύχια της
- (μεταφορικά) έχω αμηχανία, κομπιάζω
- Ξερόβηχα, μασούσα τα λόγια μου, έκανα πώς έψαχνα τα τσιγάρα μου, άσε, δεν ήξερα τι να κάνω για να αποφύγω να του απαντήσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βήχω
|
κομπιάζω
|
"μαλώνω"
|