ξεροπήγαδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροπήγαδο τα ξεροπήγαδα
      γενική του ξεροπήγαδου των ξεροπήγαδων
    αιτιατική το ξεροπήγαδο τα ξεροπήγαδα
     κλητική ξεροπήγαδο ξεροπήγαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεροπήγαδο < ξερό και πηγάδι
Παλιό ξεροπήγαδο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεροπήγαδο ουδέτερο και ξηροπήγαδο

  1. το πηγάδι που έχει στερέψει
    Στο ξεροπήγαδο πιο πάνω, ρίχναν τα λυσσασμένα σκυλιά (Γ. Σεφέρης, Ο Γέρος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]