ξεροπήγαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεροπήγαδο ουδέτερο και ξηροπήγαδο
- το πηγάδι που έχει στερέψει
- Στο ξεροπήγαδο πιο πάνω, ρίχναν τα λυσσασμένα σκυλιά (Γ. Σεφέρης, Ο Γέρος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεροπήγαδο
|