ξεσηκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεσηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκσηκῶ

ξεσηκώνω

  1. δημιουργώ αναστάτωση, χαλάω την ησυχία
  2. παρακινώ σε δράση:
  3. αντιγράφω ή μιμούμαι με ακρίβεια κάτι

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνήθως η έννοια του αντιγράφω δεν χρησιμοποιείται για πρόσωπα επειδή μπορεί να μπερδευτεί με την έννοια του παρακινώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]