ξεσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξεσκέπαστος
- ο ξέσκεπος, που έχει αφαιρέσει ή του έχει αφαιρέσει άλλος το σκέπασμα (συνήθως για άνθρωπο που κοιμάται ή ξεκουράζεται)
- Με πήρε ο ύπνος ξεσκέπαστο και έπαθα ψύξη
- το μέλος του σώματος που είναι ακάλυπτο
- Μην αφήνεις ξεσκέπαστα τα πόδια σου, θα σε φάνε τα κουνούπια
- το σκεύος που δεν είναι σκεπασμένο, που δεν έχει στα χείλη του καπάκι
- το αντικείμενο που δεν είναι καλυμμένο (π.χ. το ΙΧ που δεν φέρει κουκούλα)