ξεσκόνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεσκόνισμα < ξεσκονίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεσκόνισμα ουδέτερο
- η απομάκρυνση της σκόνης από μια επιφάνεια
- η επανάληψη για να θυμηθούμε κάτι που είχαμε μάθει πριν από καιρό
- τα αγγλικά μου χρειάζονται ένα ξεσκόνισμα
- εξονυχιστική εξέταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεσκόνισμα
|