ξεστομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεστομίζω < ξε- + στόμα + -ίζω

ξεστομίζω

  1. λέω κάτι που δεν έπρεπε να πω
  2. τολμώ να πω κάτι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]