ξεσυνερίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεσυνερίζομαι < ξε- + συνερίζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσυνερίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος συνερίζω < σύν + ἐρίζω < ἔρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ere- (χωρίζω)

ξεσυνερίζομαι

  1. διαγωνίζομαι ή ανταγωνίζομαι με κάποιον
    Μα ξεσυνερίζεσαι τον ίδιο σου το γιο;
  2. παίρνω υπόψη μου και λογαριάζω αυτά που λέει κάποιος σε βάρος μου, θυμώνω μαζί του
    Αφού είναι βλάκας, γιατί τον ξεσυνερίζεσαι;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη έριδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]