ξετσίπωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξετσίπωτα < ξετσίπωτος + -α < ξετσιπώνομαι < τσίπα < μεσαιωνική ελληνική τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξετσίπωτα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξετσίπωτα
|