ξεφορτώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεφορτώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξεφορτώνω

ξεφορτώνομαι

  1. αφαιρώ ένα φορτίο από πάνω μου
  2. (μεταφορικά) βάζω στην άκρη ή πετώ κάποιον ή κάτι ενοχλητικό ή βλαβερό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]