ξεχορτάριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεχορτάριασμα < ξεχορταριάζω, ξεχορταριασ- + -μα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.xoɾˈtaɾ.ʝa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐χορ‐τά‐ρια‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεχορτάριασμα ουδέτερο
- (βοτανική) η διαδικασία του ξεχορταριάζω, η αφαίρεση και το καθάρισμα των ξερών ή χλωρών χόρτων ή αγριόχορτων και ζιζανίων από έκταση (που καλλιεργείται ή πρόκειται να καλλιεργηθεί)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ξεχορταριάζω και χορτάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεχορτάριασμα
|