ξεϊδρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ξεϊδρώνω< ξε + ιδρώνω

ξεϊδρώνω

  • Κάθομαι για λίγο χωρίς να κάνω τίποτε και στεγνώνω απ' τον ιδρώτα.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]