ξηραντήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξηραντήρας οι ξηραντήρες
      γενική του ξηραντήρα των ξηραντήρων
    αιτιατική τον ξηραντήρα τους ξηραντήρες
     κλητική ξηραντήρα ξηραντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξηραντήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξηραντήρας αρσενικό

  • βιομηχανική ή εργαστηριακή διάταξη με σκοπό την ξήρανση υλικών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]