ξηραντήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξηραντήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξηραντήρας αρσενικό
- βιομηχανική ή εργαστηριακή διάταξη με σκοπό την ξήρανση υλικών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξηραντήρας