ξηρόφυτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξηρόφυτο < ξηρός + φυτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξηρόφυτο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]