ξινόμηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξινόμηλο | τα | ξινόμηλα |
γενική | του | ξινόμηλου | των | ξινόμηλων |
αιτιατική | το | ξινόμηλο | τα | ξινόμηλα |
κλητική | ξινόμηλο | ξινόμηλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξινόμηλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξινόμηλο
|