ξιπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξιπάζω < μεσαιωνική ελληνική ξυπάζω (ορθογραφική απλοποίηση) < ἐκσυσπάζω < αρχαία ελληνική ἐκσυσπάω / ἐκσυσπῶ < ἐκ + συσπάω / συσπῶ

ξιπάζω (παθητική φωνή: ξιπάζομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]