ξοδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξοδεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξοδεύω

ξοδεύομαι

  1. αναλώνω χρήματα σε αγορές ή άλλους σκοπούς, συνήθως με την έννοια του υπερβολικού
    "Μην ξοδεύεσαι, θα τα χρειαστείς αυτά τα λεφτά"
  2. αναλώνομαι, ξοδεύω τις δυνάμεις μου άσκοπα ή μάταια
    Ξοδεύτηκα σε ιδεολογίες και διαδηλώσεις και τι κέρδισα;
    Πήγε χαράμι αυτό το παιδί. Ξοδεύτηκε στα ναρκωτικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]