ξοδεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξοδεύτρα οι ξοδεύτρες
      γενική της ξοδεύτρας
    αιτιατική την ξοδεύτρα τις ξοδεύτρες
     κλητική ξοδεύτρα ξοδεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξοδεύτρα < ξοδευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξοδεύτρα θηλυκό

  1. αυτή που ξοδεύει πέρα από λογικούς περιορισμούς
  2. η καταναλώτρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]