ξομολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξομολόγηση θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του εξομολόγηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξομολόγηση
|
ξομολόγηση θηλυκό
|