ξυλάλευρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλάλευρο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine de bois
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλάλευρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλάλευρο