ξυλάλευρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάλευρο τα ξυλάλευρα
      γενική του ξυλάλευρου των ξυλάλευρων
    αιτιατική το ξυλάλευρο τα ξυλάλευρα
     κλητική ξυλάλευρο ξυλάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλάλευρο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine de bois

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξυλάλευρο ουδέτερο

  • πολύ λεπτή σκόνη που παράγεται από τη συντριβή ξύλων. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χαρτιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]