ξυλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλεύομαι < (ελληνιστική κοινήξυλεύομαι

ξυλεύομαι

  1. κόβω ξύλα
  2. φροντίζω να προμηθευτώ ξύλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλεύομαι < αρχαία ελληνική ξύλον

ξυλεύομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος ξυλεύω
  2. κόβω ξύλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]