ξυλεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλεύομαι < (ελληνιστική κοινή) ξυλεύομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]ξυλεύομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλεύομαι < αρχαία ελληνική ξύλον
Ρήμα
[επεξεργασία]ξυλεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ξυλεύω
- κόβω ξύλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξύλον
Παροιμίες
[επεξεργασία]- δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται: όταν κάποιος πάψει να είναι δυνατός (σε διάφορους τομείς), οι άλλοι σπεύδουν να τον εκμεταλλευτούν