ξυλογλυπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξυλογλυπτικός, -ή, -ό
- (τέχνη) που έχει σχέση με την ξυλογλυπτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Από την Παρασκευή ξεκίνησε η έκθεση της Ξυλογλυπτικής Σχολής Καλαμπάκας στην αίθουσα «Νίτσα Λιάπη» της πόλης μας, με δημιουργίες μαθητών της σχολής. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ξυλογλυπτική
- ξυλόγλυπτο
- ξυλόγλυπτος
- → δείτε τις λέξεις ξύλο, γλύπτης και γλύφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλογλυπτικός
|