ξυλοκατασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλοκατασκευή θηλυκό
- κατασκευή (συνήθως οικοδομική) από ξύλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλοκατασκευή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ξυλοκατασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας