ξυλοσοφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλοσοφία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλοσοφία < αρχαία ελληνική ξύλον + φιλοσοφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλοσοφία θηλυκό
- (σκωπτικό) η δοκησισοφία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξυλόσοφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλοσοφία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ξυλόσοφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)