ξυλόπνευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλόπνευμα < ξύλο + -ο- + οινόπνευμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυλόπνευμα ουδέτερο
- (χημεία) η ακαθάριστη μεθυλική αλκοόλη, που ονομάστηκε ξυλόπνευμα, επειδή απομονώθηκε για πρώτη φορά από το προϊόν της ξηράς απόσταξης ξύλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυλόπνευμα