ξυραφιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυραφιά | οι | ξυραφιές |
γενική | της | ξυραφιάς | των | ξυραφιών |
αιτιατική | την | ξυραφιά | τις | ξυραφιές |
κλητική | ξυραφιά | ξυραφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυραφιά < ξυράφι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυραφιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυραφιά
|