ξωμάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξωμάχος | οι | ξωμάχοι |
γενική | του | ξωμάχου | των | ξωμάχων |
αιτιατική | τον | ξωμάχο | τους | ξωμάχους |
κλητική | ξωμάχε | ξωμάχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξωμάχος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξωμάχος