ξωμερίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξωμερίτης < μεσαιωνική ελληνική εξώμερα με παράλειψη του αρχικού ε και προσθήκη της κατάληξης -ίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξωμερίτης αρσενικό
- αυτός που είναι από άλλο μέρος, ο ξένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξωμερίτης
|