ξόδεψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξόδεψη | οι | ξοδέψεις |
γενική | της | ξόδεψης | των | ξοδέψεων |
αιτιατική | την | ξόδεψη | τις | ξοδέψεις |
κλητική | ξόδεψη | ξοδέψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξόδεψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξόδεψη θηλυκό
- το ξόδεμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξόδεψη
|