ξώπορτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξώπορτα | οι | ξώπορτες |
γενική | της | ξώπορτας | των | ξωπορτών |
αιτιατική | την | ξώπορτα | τις | ξώπορτες |
κλητική | ξώπορτα | ξώπορτες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξώπορτα < εξώπορτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξώπορτα θηλυκό
- η εξώπορτα