οδηγάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οδηγάω < οδηγ(ώ) + άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδηγῶ, συνηρημένος τύπος του ὁδηγέω < ὁδηγός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ðiˈɣa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δη‐γά.ω
Ρήμα
[επεξεργασία]οδηγάω
- μορφή του οδηγώ, κυρίως για τη σημασία: οδηγώ αυτοκίνητο, όχημα