οζά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

οζά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (κρητικά) άλλη μορφή του ζα: (ζώα, πληθυντικός αριθμός του ζώο)
    Ήρθανε ειδικοί φρουροί και βρήκα το μπελά μου/και βασιλεύει άδυτος ο ήλιος στα οζά μου
    ※  τα όρη πέτρες στα κλαδιά και τα οζά πετούνε/άμα φυλακιστεί ο βοσκός και δεν τον εθωρούνε (Νίκος Κυριακάκης, Τα όπλα του χωριού)