οικειοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικειοποίηση οι οικειοποιήσεις
      γενική της οικειοποίησης* των οικειοποιήσεων
    αιτιατική την οικειοποίηση τις οικειοποιήσεις
     κλητική οικειοποίηση οικειοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικειοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικειοποίηση < οικειοποιη- (οικειοποιούμαι) + καθαρεύουσα -σις > -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ci.oˈpi.i.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικειοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]