οικονομισάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικονομισάριος < οικονομώ + κομισάριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οικονομισάριος αρσενικό
- (σκωπτικό, νεολογισμός) κάποιος που αποκομίζει οικονομικά οφέλη με αθέμιτα μέσα, γνωριμίες, σχέσεις κ.λπ.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικονομισάριος
|