οικοπάρκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οικοπάρκο ουδέτερο
- (νεολογισμός, οικολογία) πάρκο ή δασική έκταση όπου επιδεικνύεται οικολογική ευαισθησία για τη διατήρηση ή συντήρησή του, περιλαμβάνει πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας και συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)