ολιγανθρωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολιγανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγανθρωπία < ὀλιγάνθρωπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολιγανθρωπία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολιγανθρωπία