ολιγόζωος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολιγόζωος < μεσαιωνική ελληνική ολιγόζωος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ζωή
Επίθετο
[επεξεργασία]ολιγόζωος, -η, -ο
- που έχει ή αναμένεται να έχει μικρή διάρκεια ζωής
- Αλλ’ είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος σαν κανείς άλλος. (Ομήρου Ιλιάδα Α 417, μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ολιγόζωος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολιγόζωος