ολιγόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολιγόχρονος < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγόχρονος < ὀλίγος + χρόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]ολιγόχρονος, -η, -ο
ολιγόχρονος, -η, -ο