ολισθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ολισθαίνω < λείπει η ετυμολογία

ολισθαίνω

  1. γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
  2. βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
    η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]