ολμοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ολμοστάσιο | τα | ολμοστάσια |
γενική | του | ολμοστάσιου & ολμοστασίου |
των | ολμοστάσιων & ολμοστασίων |
αιτιατική | το | ολμοστάσιο | τα | ολμοστάσια |
κλητική | ολμοστάσιο | ολμοστάσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολμοστάσιο < λόγια λέξη ὁλμοστάσιον της καθαρεύουσας < ὅλμος και -στάσιον < στάσις (σχηματίστηκε κατά τις ελληνιστικές λέξεις "ἱπποστάσιον" και "βουστάσιον")
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολμοστάσιο ουδέτερο
- στις αρχές του 20 αιώνα σήμαινε το πυροβολείο που είχε όλμους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολμοστάσιο
|