ολοσώματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολοσώματος < ελληνιστική κοινή ὁλοσώματος
Επίθετο
[επεξεργασία]ολοσώματος
- άλλη μορφή του ολόσωμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολοσώματος
|