ομαδοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ομαδοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομαδοποιώ
- θα ομαδοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομαδοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ομαδοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομαδοποίηση