ομοιοστασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοιοστασία < ομοιόσταση + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομοιοστασία θηλυκό
- (βιολογία) άλλη μορφή του ομοιόσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιοστασία
|