ομοιόθερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοιόθερμος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόθερμος < αρχαία ελληνική ὁμοῖος + θερμός
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοιόθερμος, -η, -ο
- που διατηρεί τη μέση θερμοκρασία του σταθερή ανεξαρτήτως των εξωτερικών θερμοκρασιακών μεταβολών
- που διατηρεί την ίδια θερμοκρασία σε όλα τα μέρη του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιόθερμος
|