ομοκεντρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοκεντρία < ομόκεντρος + -ία < ελληνιστική κοινή ὁμόκεντρος < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + κέντρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομοκεντρία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ομόκεντρο(ς), η ιδιότητα του ομόκεντρου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοκεντρία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)