ομοπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοπλαστικός < ομοπλαστ(ία) + -ικός ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homoplastic (< homoplasty < αρχαία ελληνική ὁμός και πλάσσω). Μορφολογικά αναλύεται σε ομο- + πλαστικός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.mo.pla.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐πλα‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ομοπλαστικός, -ή, -ό
- (βιολογία) σχετικός με την ομοπλαστία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ομοιοπλαστικός
- ομοπλασικός (σπάνιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοπλαστικός
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)