ομοτιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοτιμία < ομότιμος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική parity)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομοτιμία θηλυκό
- (δίκτυο υπολογιστών) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ομότιμου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)