ομφάλιος λώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɱˈfa.li.os ˈlo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐φά‐λι‐ος λώ‐ρος
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ομφάλιος λώρος αρσενικό
- (ανατομία) σωλήνας που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα και μέσω του οποίου το έμβρυο παίρνει θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο
- (μεταφορικά) οτιδήποτε συνδέει δύο οντότητες, ώστε η μία να είναι προσκολλημένη ή εξαρτημένη από την άλλη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κόβω τον ομφάλιο λώρο: (μεταφορικά) αποσυνδέω, αυτονομώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομφάλιος λώρος
|