ονειδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ονειδίζω < αρχαία ελληνική ὀνειδίζω < ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)

ονειδίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]