ονειρολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ονειρολόγος οι ονειρολόγοι
      γενική του/της ονειρολόγου των ονειρολόγων
    αιτιατική τον/την ονειρολόγο τους/τις ονειρολόγους
     κλητική ονειρολόγε ονειρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ονειρολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ονειρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που ερμηνεύει όνειρα, δίνοντας στα γεγονότα και τα αντικείμενα ενός ονείρου ορισμένο νόημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]