ονοματοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ονοματοδότης αρσενικό (θηλυκό: ονοματοδότρια)
- αυτός που ονοματοδοτεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονοματοδότης
|